πυριβόλος

πυριβόλος
-ον, Α
βλ. πυροβόλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυριβόλοι — πυριβόλος fiery masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριβόλους — πυριβόλος fiery masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλος — ο / πυροβόλος, ον, ΝΜΑ, και πυριβόλος, ον, Α νεοελλ. 1. (το ουδ, ως ουσ.) το πυροβόλο στρ. μεγάλο όπλο για τη βολή βλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν ελαφρά και μικρά βλήματα, αλλ. κανόνι 2. φρ. «πυροβόλα όπλα» στρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”